- ὠμοθετῶ
- ὠμοθετέωplace the raw piecespres subj act 1st sg (attic epic doric)ὠμοθετέωplace the raw piecespres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμοθετώ — έω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) ὠμοθετοῡμαι, έομαι (σε θυσία) τοποθετώ τα ωμά τεμάχια τού σφαγίου στον βωμό («ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν, μηρούς τ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ αὐτῶν δ ὠμοθέτησαν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) προσφέρω θυσία … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek